ὅρκος

ὅρκος
ὅρκος, ου, ὁ (Hom.+) oath Hb 6:16. ὅρκον ὀμνύειν swear an oath (Hyperid. 5, 1; Lucian, Dial. Mer. 2, 1; PHal 1, 226; 230 ὀμόσας τὸν ὅρκον) Js 5:12 (Delphic commands: SIG 1268 I, 8 [III B.C.] ὅρκῳ μὴ χρῶ). ὅρκῳ ὀμνύειν τινί swear to someone with an oath (TestJud 22:3; ApcMos 19) Ac 2:30. ὅρ. ὸ̔ν ὤμοσεν πρὸς Ἀβραάμ Lk 1:73 (cp. OGI 266, 19 ὅρκος ὸ̔ν ὤμοσεν Παράνομος; for the foll. inf. w. the art. cp. Pel.-Leg. p. 13, 9 ἐν ὅρκῳ εἶχεν τοῦ μὴ γεύσασθαί τι). ὅρ. ψευδής a false oath (Theoph. Ant. 2, 34 [p. 186, 10]) 2:8 (Zech 8:17). ἀποδιδόναι τῷ κυρίῳ τοὺς ὅρκους perform oaths to the Lord Mt 5:33 (s. ἀποδίδωμι 2c. But ἀποδοῦναι τινι ὅρκον also means ‘give an oath’: Demosth. 19, 318; Aeschin. 3, 74; SIG 150, 15). μεσιτεύειν ὅρκῳ guarantee by means of an oath Hb 6:17. μεθʼ ὅρκου with an oath (PRev 42, 17 [258 B.C.] μεθʼ ὅρκου; Lev 5:4: Num 30:11; Cornutus 24 p. 46, 8 μεθʼ ὅρκων; Just., D. 33, 2) Mt 14:7; 26:72; 1 Cl 8:2.—Pl. ὅρκη, even when basically only one oath is involved (cp. X., Hell. 5, 4, 54; Diod S 4, 46, 4; 17, 84, 1; Polyaenus 2, 19; Athen. 13, 557a; 2 Macc 4:34; 7:24; 14:32; EpArist 126; Jos., Ant. 3, 272; 7, 294) διὰ τοὺς ὅρκους because of his oath Mt 14:9; Mk 6:26.—ESanders, Jewish Law fr. Jesus to the Mishnah ’90, 51–57, 337f (note). Lit. on ὀμνύω Kl. Pauly II, 209f.—B. 1438. DELG s.v. ὅρκος. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὅρκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκος — the object by which one swears masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • όρκος — ο 1. βεβαίωση, υπόσχεση με μάρτυρα το Θεό ή κάποιο ιερό πρόσωπο: Όρκος του δημοσίου υπαλλήλου. 2. φρ., «Κάνω όρκο», ορκίζομαι· «Πατώ όρκο», παραβαίνω κάτι που υποσχέθηκα με όρκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρκοι — Ὅρκος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοι — ὅρκος the object by which one swears masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκοις — Ὅρκος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοις — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκοισι — Ὅρκος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρκοισι — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”